- κενταυρομαχία
- η (Α κενταυρομαχία)μάχη με τους κενταύρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + -μαχία (< -μαχος < μάχη), πρβλ. ιππο-μαχία, ταυρο-μαχία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενταυρομαχία — η μάχη Κενταύρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κενταυρομαχίας — Κενταυρομαχίᾱς , Κενταυρομαχία battle fem acc pl Κενταυρομαχίᾱς , Κενταυρομαχία battle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενταυρομαχίας — κενταυρομαχίᾱς , κενταυρομαχία battle fem acc pl κενταυρομαχίᾱς , κενταυρομαχία battle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κενταυρομαχίαν — Κενταυρομαχίᾱν , Κενταυρομαχία battle fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενταυρομαχίαν — κενταυρομαχίᾱν , κενταυρομαχία battle fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κένταυροι — Μυθολογικά όντα. Από τη μέση και πάνω είχαν ανθρώπινη μορφή (κεφάλι και στήθος), ενώ από τη μέση και κάτω είχαν σώμα και πόδια αλόγου. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ζούσαν στα ορεινά δάση της Θεσσαλίας, στη δυτική Αρκαδία και στο ακρωτήριο… … Dictionary of Greek
Πειρίθους — Βασιλιάς των Λαπιθών της Θεσσαλίας, γιος του Δία ή του Ιξίωνα και της Δίας, πατέρας του Πολύποιτου. Ο Π. παντρεύτηκε την κόρη του Λαπίθη Άτρακα, Ιπποδάμεια, και κατά τη διάρκεια της τελετής του γάμου του δημιουργήθηκε η αιτία που προκάλεσε την… … Dictionary of Greek
ευρύνομος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους δαίμονες που βασάνιζαν τις ψυχές των πονηρών στα Τάρταρα και αφαιρούσε από τα πτώματα το δέρμα και τις σάρκες. 2. Λαπίθης, γιος του Μάγνητα, που πήρε μέρος στην Κενταυρομαχία. Σύμφωνα με τον Οβίδιο… … Dictionary of Greek
κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek